υπνολαλία

υπνολαλία
υπνολαλιά η разговор во сне

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "υπνολαλία" в других словарях:

  • υπνολαλιά — η, Ν ιατρ. λεκτικός αυτοματισμός κατά τη διάρκεια τού ύπνου με εκφορά, περισσότερο ή λιγότερο, καλά αρθρωμένων φθόγγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπνολάλος. Η λ., στον τ. υπνολαλία, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • υπνολάλος — ο, Ν αυτός που παρουσιάζει υπνολαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπνος + λαλώ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»